- Εὐκράτη
- Εὐκράτηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Εὐκράτηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ηλιοστάσιο — Χρονική στιγμή κατά την οποία η φαινόμενη απόσταση του Ήλιου από τον ουράνιο ισημερινό είναι μέγιστη. Εναλλακτικά, η χρονική στιγμή κατά την οποία το επίπεδο που ορίζεται από τον άξονα της Γης και το κέντρο του Ήλιου είναι κάθετο στην εκλειπτική … Dictionary of Greek
Pronunciación de los nombres de los asteroides — Anexo:Pronunciación de los nombres de los asteroides Saltar a navegación, búsqueda Esta página tiene la lista de la pronunciación en inglés de los primeros 1000 asteroides en ser numerados la mayoría del Cinturon de asteroides. Contenido 1 Lista… … Wikipedia Español
Evcrate — EVCRĂTE, es, Gr. Ἐυκράτη, ης, (⇒ Tab. IV.) des Nereus und der Doris Tochter, eine von den bekannten Meernymphen. Hesiod. Theog. v. 243. Sieh Nereides … Gründliches mythologisches Lexikon
(247) Эвкрата — Открытие Первооткрыватель Карл Лютер Место обнаружения Дюссельдорф Дата обнаружения 14 марта 1885 Альтернативные обозначения 1947 TA; 1960 TC; A901 TB Категория Главное кольцо … Википедия
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
εχίνοψη — (echinopsis). Διάφορα φυτά της οικογένειας των συνθέτων είναι γνωστά με αυτό το όνομα. Ανάμεσά τους είναι πόες, συνήθως πολυετείς, με αγκαθωτά φύλλα που μοιάζουν με φτερά. Τα άνθη τους, που είναι συγκεντρωμένα σε σφαιροειδείς ταξιανθίες, είναι… … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek